κουρήϊος

κουρήϊος
κουρ-ήϊος, η, ον, [dialect] Ep. for κόρειος,
A youthful,

ἄνθος h.Cer.108

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουρήιος — κουρήϊος, η, ον (Α) (επικ. τ. τού κόρειος) νεανικός, παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + ήϊος (πρβλ. κροκ ήϊος, χαλκ ήϊος)] …   Dictionary of Greek

  • κουρήιον — κουρήιος youthful masc acc sg κουρήιος youthful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”